policzek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική policzek policzki
γενική policzku policzków
δοτική policzkowi policzkom
αιτιατική policzek policzki
οργανική policzkiem policzkami
τοπική policzku policzkach
κλητική policzku policzki

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

policzek (pl) αρσενικό

  1. το μάγουλο
  2. το χαστούκι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)