pont

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βρετονικά (br)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pont (br)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pont ponts

pont (fr)

  1. η γέφυρα
  2. το κατάστρωμα



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pont (ca)



Ουαλικά (cy)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pont (cy)