porter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]porter (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]porter (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]porter (ca)