poussée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
poussée poussées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

poussée (fr) θηλυκό

  1. η ώθηση
  2. το σκούντημα
  3. η εκτίναξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]