pratique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʁa.tik/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pratique < λατινική practice < αρχαία ελληνική πρακτικός

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pratique pratiques

pratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pratique < δημώδης λατινική practicus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pratique pratiques

pratique (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]