prestige

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prestige (en)

  1. το πρεστίζ, η αίγλη, το γόητρο
    teaching is not a job that has much prestige attached to it, which which leads to lower salaries than in other professions
    the newspaper lost prestige when one of its reporters was discovered to have plagiarized a number of articles



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prestige prestiges

prestige (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]