processionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
processionnaire processionnaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

processionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]