propice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
propice propices

propice (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ευμενής, ευνοϊκός, αίσιος
  2. propice à: κατάλληλος για

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]