prospect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prospect < λατινική prospectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la < pro + specio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

prospect (en)

  1. θέα
  2. προοπτική
  3. προσδοκία
  4. (αργκό, ΗΠΑ) υποψήφιο, δόκιμο μέλος λέσχης μηχανόβιων
    → δείτε τις λέξεις hangaround και patchholder

Ρήμα[επεξεργασία]

prospect (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prospect < (άμεσο δάνειο) αγγλική prospect

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
prospect prospects

prospect (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]