przejrzysty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

przejrzysty (pl)

  1. διαφανής
    • αυτός που επιτρέπει το φως να περάσει από μέσα του
    • αυτός που δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκρύψει τίποτα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]