push

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Στη δομή της στοίβας (LIFO) το εισερχόμενο στοιχείο τοποθετείται στην κορυφή της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
push pushes

push (en)

  • η πίεση, η πράξη του πιέζω
    With the simple push of a button, the earth may be destroyed.
    Με την απλή πίεση ενός κουμπιού η γη μπορεί να καταστραφεί.
     συνώνυμα: press
ενεστώτας push
γ΄ ενικό ενεστώτα pushes
αόριστος pushed
παθητική μετοχή pushed
ενεργητική μετοχή pushing

push (en)

  1. πιέζω
  2. σπρώχνω
    He pushed past me./He passed by me pushing.
    Πέρασε πλάι μου σπρώχνοντας.
  3. πιέζω κάποιον να κάνει κάτι
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  4. (πληροφορική) προσθέτω στοιχείο σε στοίβα (stack) [1]
     αντώνυμα: pop

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019