pw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pw < password

Συντομομορφή[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pw pws

pw (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Αρχαία αιγυπτιακά (egy)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

pw


Ιερογλυφικά[επεξεργασία]

pw