qualified

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός qualified
συγκριτικός more qualified
υπερθετικός most qualified

Επίθετο[επεξεργασία]

qualified (en)

  1. έγκυρος, ενδεδειγμένος, έμπειρος
  2. ειδικευμένος
    qualified cook - ειδικευμένος μάγειρας
     συνώνυμα: confirmed, experienced
  3. (αθλητισμός) αυτός που προκρίθηκε
     αντώνυμα: disqualified, eliminated

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

qualified (en)

Πηγές[επεξεργασία]