quinoa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
quinoa quinoas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quinoa (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quinoa (it)