récolte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

récolte < ιταλική ricolta

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁe.kɔlt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
récolte récoltes

récolte (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]