régression

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

régression < λατινική regressio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁe.ɡʁɛ.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
régression régressions

régression (fr) θηλυκό

  1. η οπισθοδρόμηση
  2. η οπισθοχώρηση
  3. η παρακμή
  4. η υποβάθμιση
  5. η υποχωρητικότητα
  6. η αποσύνθεση, η σήψη
  7. (μαθηματικά) η παρεμβολή

Συγγενικά[επεξεργασία]