raison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
raison raisons

raison (fr) θηλυκό

  1. το αίτιο, η αιτία
  2. η λογική
  3. ο λόγος

Συγγενικά[επεξεργασία]