rancissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rancissement | rancissements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rancissement (fr) αρσενικό
- το τάγκιασμα
ενικός | πληθυντικός |
rancissement | rancissements |
rancissement (fr) αρσενικό