rasoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rasoir | rasoirs |
rasoir (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rasoir (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο