rayon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rayon rayons

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɛ.jɔ̃/
 

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
rayon < rai < λατινική radius

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rayon (fr) αρσενικό

  1. η ακτίνα φωτός
  2. η ακτίνα ενός ποδηλάτου
  3. (γεωμετρία) η ακτίνα του κύκλου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
rayon < (κληρονομημένο) μέση γαλλική royon / rayon < παλαιά γαλλική raie (κηρήθρα) < προέλευσης από τη φραγκική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rayon (fr) αρσενικό

  1. η κηρήθρα
  2. το μέρος καταστήματος, πολυκαταστήματος