razza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
razza razze

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈrat.t͡sa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

razza (it) θηλυκό

  1. η ράτσα
  2. το είδος
  3. η οικογένεια