re-examine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας re-examine
γ΄ ενικό ενεστώτα re-examines
αόριστος re-examined
παθητική μετοχή re-examined
ενεργητική μετοχή re-examining

Ετυμολογία [επεξεργασία]

re-examine < re- + examine

Ρήμα[επεξεργασία]

re-examine (en)

  • επανεξετάζω, εξετάζω ξανά κάτι, ειδικά γιατί μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω γνώμη
    The students rejected in June can be re-examined in September.
    Οι μαθητές που απορρίπτονται τον Ιούνιο μπορούν να επανεξεταστούν το Σεπτέμβριο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider

Πηγές[επεξεργασία]