re-examine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | re-examine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | re-examines |
αόριστος | re-examined |
παθητική μετοχή | re-examined |
ενεργητική μετοχή | re-examining |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
re-examine (en)
- επανεξετάζω, εξετάζω ξανά κάτι, ειδικά γιατί μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω γνώμη
- ↪ The students rejected in June can be re-examined in September.
- Οι μαθητές που απορρίπτονται τον Ιούνιο μπορούν να επανεξεταστούν το Σεπτέμβριο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider
- ↪ The students rejected in June can be re-examined in September.