recall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
recall recalls

recall (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας recall
γ΄ ενικό ενεστώτα recalls
αόριστος recalled
παθητική μετοχή recalled
ενεργητική μετοχή recalling

recall (en)

  1. ανακαλώ
  2. ανακαλώ στη μνήμη, θυμάμαι, ενθυμούμαι