recklessness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
recklessness (en) (μη μετρήσιμο)
- η απερισκεψία
- ↪ He paid dearly for his recklessness.
- Πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του.
- ↪ He paid dearly for his recklessness.