reference

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: référence
      ενικός         πληθυντικός  
reference references

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɹɛf.(ə)ɹəns/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reference (en)

  1. αναφορά
  2. παραπομπή
  3. πηγή πληροφορίας (βιβλίο, λεξικό, κλπ.)
  4. (πληροφορική), (για αρχείο) η αναφορά
  5. (προγραμματισμός), (για μεταβλητή) η αναφορά
     συνώνυμα: pointer
  6. (μετρήσιμο) η σύσταση, ένα πρόσωπο που δέχεται να γράψει κάτι για να υποστηρίξει κάποιον, για παράδειγμα, όταν κάνει αίτηση για δουλειά
    The best way to find customers is references from our existing customers
    Ο καλύτερος τρόπος εξεύρεσης πελατών είναι οι συστάσεις από ήδη πελάτες μας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • reference στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια