refrain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

refrain (en)

  • απέχω, μένω μακριά από κάποια δραστηριότητα



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
refrain refrains

refrain (fr) αρσενικό