reign

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: rein, rain

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
reign reigns

reign (en)


ενεστώτας reign
γ΄ ενικό ενεστώτα reigns
αόριστος reigned
παθητική μετοχή reigned
ενεργητική μετοχή reigning

reign (en)



reign (de)