representative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

representative < represent + -ative

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός representative
συγκριτικός more representative
υπερθετικός most representative

representative (en)

  1. αντιπροσωπευτικός, που αντιπροσωπεύει ένα ευρύτερο σύνολο, τυπικός
    This painting is representative of his work.
    Αυτός ο πίνακας είναι αντιπροσωπευτικός της δουλειάς του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
  2. (πολιτική) αντιπροσωπευτικός, για ένα σύστημα διακυβέρνησης που αποτελείται από άτομα που έχουν επιλεγεί για να μιλήσουν ή να ψηφίσουν για την υπόλοιπη ομάδα
    a representative government - αντιπροσωπευτική κυβέρνηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
representative representatives

representative (en)

  1. ο/η αντιπρόσωπος, ο/η εκπρόσωπος, αυτός που βρίσκεται κάπου με εντολή κάποιου άλλου και ενεργεί για λογαριασμό του
    a legal representative - νομικός αντιπρόσωπος
    Their European representative is based in France.
    Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
    Representatives of all parties will participate equally in the debate.
    Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.
  2. (και rep) ο/η πλασιέ, ένα άτομο που εργάζεται για μια εταιρεία και ταξιδεύει πουλώντας τα προϊόντα της
    A representative came to sell me an electronic device.
    Ήρθε ένας πλασιέ να μου πουλήσει μια ηλεκτρονική συσκευή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη salesman
  3. (πολιτική) το μέλος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, ο βουλευτής

Πηγές[επεξεργασία]