requiem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
requiem < λατινική requiem[1], αιτιατική τού requies < re- + quies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷieh₁-ti- (ανάπαυση, ησυχία)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈrɛkwiˌɛm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

requiem (en)

  1. (θρησκεία) λειτουργία (ιδίως καθολική) προς τιμήν ή προς μνήμη ενός νεκρού
  2. (μουσική) μουσική σύνθεση για μια τέτοια λειτουργία
  3. (μουσική) μουσική σύνθεση προς τιμήν ενός νεκρού

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  1. Από την πρώτη λέξη μιας παραδοσιακής νεκρώσιμης ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις: Requiem aeternam dona eis, Domine, et lux perpetua luceat eis. (Ησυχία αιώνια δώσ’ τους, Κύριε, κι ας τους φωτίζει αιώνιο φως.



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

requiem (la)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]