rest with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rest with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests with |
αόριστος | rested with |
παθητική μετοχή | rested with |
ενεργητική μετοχή | resting with |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
rest with (en)
- (επίσημο) εναπόκειται σε, είναι ευθύνη κάποιου να κάνει κάτι
- ↪ It rests with you to decide.
- Εναπόκειται σε σας ν' αποφασίσετε.
- ↪ It rests with you to decide.