reverie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
reverie reveries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reverie (en)

  1. η ονειροπόληση, ο ρεμβασμός
  2. η μουσική ονειροπόληση (είδος σύνθεσης)