rigueur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rigueur | rigueurs |
rigueur (fr) θηλυκό
- η σχολαστικότητα
- η δριμύτητα, η τραχύτητα
- η αυστηρότητα