rude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός rude
συγκριτικός ruder
υπερθετικός rudest

Επίθετο[επεξεργασία]

rude (en)

  • αγενής
    Will I seem rude if I don’t answer him?
    Θα φανώ αγενής αν δεν του απαντήσω;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rude rudes

rude (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απότομος, αγενής, κακότροπος
  2. σκληρός, σκαιός
  3. τραχύς

Συγγενικά[επεξεργασία]