run down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | run down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs down |
αόριστος | ran down |
παθητική μετοχή | run down |
ενεργητική μετοχή | running down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
run down (en)
- (μεταβατικό) (αμετάβατο)
- κριτικάρω, συνήθως αρνητικά και άδικα
- πατάω με το αυτοκίνητο, τραυματίζοντας ή σκοτώνοντας
- ελαττώνω
- επιδεινώνω, χειροτερεύω