russophone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
russophone < russo- + -phone

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
russophone russophones

russophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

population russophone - ρωσόφονος πληθυσμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
russophone russophones

russophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη russe