sable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sablé

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sable (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

sable (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sable sables

sable (fr) αρσενικό

  1. η άμμος
  2. (εραλδική) το χρώμα μαύρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]