sala

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sala sale

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sala < λομβαρδική sala

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sala (it)



Λετονικά (lv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sala (lv) θηλυκό



Λιθουανικά (lt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sala (lt) θηλυκό πληθυντικός: salos



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sala (fi)