salmon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
salmon salmon / salmons

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

salmon (en)

  1. (ψάρι) ο σολομός
  2. σομόν, το χρώμα του σολομού

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

salmon (eo)