sama

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sama (eu)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sama < sam + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sama samaj
αιτιατική saman samajn

sama (eo)

li laboras en la sama loko kie estas ŝia oficejo - δουλεύει στο ίδιο μέρος όπου είναι το γραφείο της