sepia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sepia < αρχαία ελληνική σηπία (σουπιά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sepia (la) θηλυκό

  1. σουπιά
  2. μελάνι από σουπιά