sequela
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sequela < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sequela (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sequela | sequelae |
γενική | sequelae | sequelārum |
δοτική | sequelae | sequelīs |
αιτιατική | sequelam | sequelās |
κλητική | sequela | sequelae |
αφαιρετική | sequelā | sequelīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- sequela - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.