serpent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
serpent serpents

serpent (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

serpent