sexe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sexe sexes

sexe (fr) αρσενικό

  1. το φύλο
    le sexe fort / faible - το ισχυρό / ασθενές φύλο
  2. το σεξ
  3. το πέος
  4. το αιδοίο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]