shipment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shipment shipments

Ετυμολογία [επεξεργασία]

shipment < ship + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shipment (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αποστολή, η μεταφορά, η διαδικασία αποστολής αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
    the shipment of goods - η αποστολή εμπορευμάτων
    The cost of the shipment of goods is shouldered by the customer.
    Tα έξοδα της αποστολής των εμπορευμάτων επιβαρύνουν τον πελάτη.
     συνώνυμα:  consignment, dispatch και shipping
  2. (μετρήσιμο) το φορτίο, το φόρτωμα, ένα σύνολο αγαθών που αποστέλλονται από το ένα μέρος στο άλλο
    three shipments of coal/iron/oil - τρία φορτία κάρβουνο/σίδερο/πετρέλαιο
    It was carrying two shipments of wood.
    Κουβάλησε δύο φορτώματα ξύλα.
     συνώνυμα: load

Πηγές[επεξεργασία]