sidiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sidiĝi < sid- + -iĝ- + -i
ρήμα sidiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας sidiĝas sidiĝanta sidiĝata
αόριστος sidiĝis sidiĝinta sidiĝita
μέλλοντας sidiĝos sidiĝonta sidiĝota
υποθετική sidiĝus - -
προστακτική sidiĝu - -

sidiĝi (eo)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

sidigxi, sidighi, sidig'i