sido

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sido < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *sizdō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed-

sido (la)

→ λείπει η κλίση