siedziba

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

siedziba < siedzieć

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

siedziba (pl) θηλυκό

  1. η έδρα, η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας, ενός ιδρύματος κλπ
  2. (ειδικότερα) το κτήριο που βρίσκονται οι κεντρικές υπηρεσίες