sistemo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sistemo | sistemoj |
αιτιατική | sistemon | sistemojn |
sistemo (eo)
- το σύστημα
- la sistemo ne bone funkcias - το σύστημα δεν λειτουργεί καλά