sit down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | sit down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sits down |
αόριστος | sat down |
παθητική μετοχή | sat down |
ενεργητική μετοχή | sitting down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sit down (en)
- κάθομαι, μετακινούμαι από όρθια θέση σε καθιστή θέση