skillet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
skillet | skillets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skillet (en)
- (κουζινικά, αμερικανικά αγγλικά) το τηγάνι
- ↪ a cast iron skillet - τηγάνι από μαντέμι
- ≈ συνώνυμα: frying pan